ῥυμῷ

ῥυμῷ
ῥῡμῷ , ῥυμός
pole of a chariot
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • REMULCUS — Graece ῥυμουλκὸς est, unde ῥυμουλκεῖν, τῷ ῥυμῷ ἕλκειν, de navibus, quae fune trahuntur, apud Auctorem Peripli Maris Erythr. Sic ῥυμὸς, remus: quomodo lotum tubae vocâsse Veters, Servius auctor est. Vide Salmas. ad Solin. p. 1116. coeterum remum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκτωρ — ἕκτωρ, ο, η (Α) 1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. τού Διός) (για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.) συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ α) είδος άγκυρας β) κεκρύφαλος* γ) στον πληθ. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”